οἰστοῖς

οἰστοῖς
ὀιστός
arrow
masc dat pl (attic)
οἰστός
that can be borne
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀιστοῖς — ὀιστός arrow masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαρτώ — προσαρτῶ, άω, ΝΑ προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῑς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.) νεοελλ. καθιστώ μία περιοχή τμήμα τού κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”